πτέρυξ,-υγος

πτέρυξ,-υγος
+ N 3 6-20-31-19-2=78 Ex 19,4; 25,20(bis); 38,8(37,9); Lv 1,17
wing Ex 19,4; id. (metaph. for the rays of the sun) Mal 3,20; id. (metaph. of the wind) 2 Sm 22,11; end, farthest edge, extremity
(of the earth) Is 11,12
→LSJ Suppl; LSJ RSuppl; NIDNTT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πτέρυξ — υγος, ἡ, ΜΑ βλ. πτέρυγα …   Dictionary of Greek

  • φοινικοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α (για πτηνό) αυτός που έχει κόκκινες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + πτέρυξ (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυξ] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α σιδηρόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. αἰολο πτέρυξ)] …   Dictionary of Greek

  • τανυπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τανύπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο πτέρυξ) …   Dictionary of Greek

  • χρυσοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Μ χρυσοπτέρυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. λινο πτέρυξ)] …   Dictionary of Greek

  • πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ …   Dictionary of Greek

  • μικροπτέρυξ — η (Α μικροπτέρυξ, ὁ, ἡ) νεοελλ. το θηλ. η μικροπτέρυξ ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μικροπτερυγιδών αρχ. αυτός που έχει μικρές πτέρυγες, μικρόπτερος, μικροφτέρουγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο… …   Dictionary of Greek

  • αιολοπτέρυξ — αἰολοπτέρυξ ( υγος) ο, η (Α) αυτός που έχει γρήγορα φτερά, που πετάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + πτέρυξ, υγος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπτέρυξ — μεγαλοπτέρυξ, υγος, ὁ, ή (Μ) μεγαλοπτέρυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) + πτέρυξ, υγος] …   Dictionary of Greek

  • μελανοπτέρυξ — μελανοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) 1. μελανόπτερος 2. (για ψάρι) αυτός που έχει μαύρα πτερύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πτέρυξ, υγος] …   Dictionary of Greek

  • u̯ortoko- (*su̯ortoko-) —     u̯ortoko (*su̯ortoko )     English meaning: quail     Deutsche Übersetzung: “Wachtel”     Material: O.Ind. vartaka m., vártikü f. “Wachtel”; Gk. ὄρτυξ, υγος, by Gramm. also υκος and with ῡ , by Hes. γόρτυξ, i.e. Fόρτυξ “Wachtel”, dessen… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”