πτέρυξ — υγος, ἡ, ΜΑ βλ. πτέρυγα … Dictionary of Greek
φοινικοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α (για πτηνό) αυτός που έχει κόκκινες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + πτέρυξ (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυξ] … Dictionary of Greek
σιδηροπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α σιδηρόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. αἰολο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek
τανυπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τανύπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο πτέρυξ) … Dictionary of Greek
χρυσοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Μ χρυσοπτέρυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. λινο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek
πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ … Dictionary of Greek
μικροπτέρυξ — η (Α μικροπτέρυξ, ὁ, ἡ) νεοελλ. το θηλ. η μικροπτέρυξ ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μικροπτερυγιδών αρχ. αυτός που έχει μικρές πτέρυγες, μικρόπτερος, μικροφτέρουγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο… … Dictionary of Greek
αιολοπτέρυξ — αἰολοπτέρυξ ( υγος) ο, η (Α) αυτός που έχει γρήγορα φτερά, που πετάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + πτέρυξ, υγος] … Dictionary of Greek
μεγαλοπτέρυξ — μεγαλοπτέρυξ, υγος, ὁ, ή (Μ) μεγαλοπτέρυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) + πτέρυξ, υγος] … Dictionary of Greek
μελανοπτέρυξ — μελανοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) 1. μελανόπτερος 2. (για ψάρι) αυτός που έχει μαύρα πτερύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πτέρυξ, υγος] … Dictionary of Greek
u̯ortoko- (*su̯ortoko-) — u̯ortoko (*su̯ortoko ) English meaning: quail Deutsche Übersetzung: “Wachtel” Material: O.Ind. vartaka m., vártikü f. “Wachtel”; Gk. ὄρτυξ, υγος, by Gramm. also υκος and with ῡ , by Hes. γόρτυξ, i.e. Fόρτυξ “Wachtel”, dessen… … Proto-Indo-European etymological dictionary